Η χρήση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένα challenge σε αυτήν τη ζωή. Δεν ξέρεις ποια έκπληξη μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσεις και τι ατομάκια με την απουσία βασικών τρόπων συμπεριφοράς μπορεί να συναντήσεις, τόσο μα τόσο ικανά να σου ανεβάσουν το αίμα στο κεφάλι.
Υποψιάζομαι πως καταλαβαίνεις απόλυτα τι εννοώ και αν ποτέ πιάσουμε αυτό το ζήτημα για ανάλυση, πιστεύω ακράδαντα πως θα μας πάρει ολόκληρη μέρα.
Γι’αυτό και στην περίπτωση μας εδώ, θα αναφερθούμε μόνο σε ένα συγκεκριμένο γεγονός που έχει προκύψει μετά την εφαρμογή των πυλών. Ο λόγος γίνεται γι’αυτό το δύο-δύο που συμβαίνει στις πύλες , προκειμένου κάποιοι να περάσουν στο τσαμπέ. Σε κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων μπορούμε να το δικαιολογήσουμε, για ορισμένους άλλους το μόνο που θέλουμε είναι να τους δώσουμε μια φάπα με αγάπη.
Δεν γίνεται δηλαδή να δίνεις 1000 ευρουλάκια για να πάρεις το iPhone X ή το τελευταίο Samsung και να μην είσαι διατεθειμένος να δώσεις 1.40 ή 30 ευρώ για τη μηνιαία προσωποιημένη ηλεκτρονική κάρτα. Έχουν συμβεί αυτά, δεν τα λέμε τυχαία…
Το αμέσως χειρότερο, είναι το θρασύτατο σπρώξιμο που δοκιμάζουν κάποιοι για να περάσουν, γιατί σου λέει “αδιαφορώ που πλήρωσες εσύ, θέλω εγώ να τη γλιτώσω».
Ο ΟΑΣΑ λοιπόν τα έχει δει όλα αυτά και επιχειρεί να βρει έναν τρόπο προκειμένου να σταματήσει αυτό το “δύο-δύο”.
Επί της ουσίας, ο ΟΑΣΑ ανέθεσε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο να ετοιμάσει μια μελέτη για τον χρόνο απόκρισης των πυλών, με σκοπό να σταματήσει αυτό το φαινόμενο, και προκειμένου κιόλας να μειώσει την λαθρεπιβίβαση και να αυξήσει κι άλλο τα έσοδα.
Αυτό δηλαδή που θα ερευνήσει το ΕΜΠ είναι να ερευνήσει ποιο είναι το βέλτιστο χρονικό διάστημα που θα πρέπει να μένουν ανοιχτές οι πύλες όταν οι επιβάτες χτυπάνε το ηλεκτρονικό εισιτήριο ή την ηλεκτρονική κάρτα και να καταγράψει τι ισχύει στα ευρωπαϊκά κράτη.
Μέχρι στιγμή, οι πύλες παραμένουν ανοιχτές για περίπου 8 δευτερόλεπτα, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι λιγότερο.
Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα από την εφαρμογή του ηλεκτρονικού εισιτηρίου είναι ενθαρρυντικά, μιας και παρατηρείται αύξηση κατά 25%, συγκριτικά με το 2017.