ΓΝΩΜΟΥΛΑ

Σωτήρη Τσιόδρα, όταν με το καλό τελειώσουν όλα αυτά έλα να πιούμε μία μπύρα, κερνάω εγώ!

Γράφει ο Γιάννης Μπελεσιώτης Καμία φορά οι ήρωες, φοράνε γυαλιά και χαμηλώνουν το βλέμμα όταν μιλάνε... Αυτούς τους ήρωες θέλουμε!

Νιώθετε και εσείς πως παίζετε σε κάποια ταινία τις τελευταίες μέρες; Νομίζω πως όλα αυτά που ζούμε είναι πολύ μακριά από τις σκέψεις που κάναμε στο πρόσφατο παρελθόν. Και νομίζω πως όλοι, αν θέλαμε η ζωή μας να γίνει ταινία, θα διαλέγαμε κάτι σε James Bond για παράδειγμα κι όχι μία πολύ μέτρια έκδοση μίας ακόμη πιο μέτριας σεζόν, του Black Mirror.

Το χειρότερο απ’ όλα δε, είναι το άγνωστο. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσο καιρό θα κρατήσει η απαγόρευση κυκλοφορίας και θα είμαστε εσώκλειστοι, αλλά γενικότερα η έλλειψη πληροφοριών που έχουμε για τον συγκεκριμένο ιό. Πώς θα εξελιχθεί για εμάς η κατάσταση, πόσοι θα νοσήσουν, πόσοι μπορεί να μην τα καταφέρουν στο τέλος; Με άλλα λόγια, μήπως οι πιο δύσκολες μέρες δεν έχουν έρθει ακόμη;

Είναι όλα μαύρα όμως; Σίγουρα όχι.

Μέσα σε όλη αυτήν τη μουντίλα, περιμένω κάθε μέρα καρτερικά να πάει 18.00. Και όχι επειδή στην τηλεόραση ξεκίνησε κάποιο νέο σίριαλ, αλλά είναι η στιγμή που βγαίνει να μιλήσει μπροστά στις κάμερες το πρόσωπο των ημερών, ο Σωτήρης ο Τσιόδρας. Ο συμπαθέστατος αυτός τύπος, έχει επωμιστεί το βαρύ φορτίο της ενημέρωσης και συνήθως της διατύπωσης των αρνητικών ειδήσεων που βγαίνουν στο φως καθημερινά. Γενικότερα έχει κλέψει την καρδιά της πλειονότητας, παρόλο που έγινε κι αιτία για ορισμένες κόντρες τις ημέρες που πέρασαν.

Θα ήθελα λοιπόν να πω μερικά λόγια γι’ αυτόν τον ωραίο τύπο κατά την άποψη μου και γιατί θα ήθελα να πιούμε μια μπύρα μόλις τελειώσει όλο αυτό, στην πλατεία των Πετραλώνων.

Με καταγωγή από το Νεοχώρι Αργολίδας, ο Σωτήρης Τσιόδρας μπήκε στις ζωές μας από σπόντα. Έτσι δε γίνεται πάντα με αυτές τις προσωπικότητες; Το πόσο άβολα νιώθει μπροστά στις κάμερες και το πόσο αδέξια συμπεριφέρεται, μαρτυρά πως πρόκειται για έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων. Φαίνεται αγχωμένος, κάποιες φορές απελπισμένος, τρομαγμένος αλλά ταυτόχρονα υπερκεράζει όλα αυτά τα συναισθήματα με την άρτια χρήση της ελληνικής γλώσσας, τον στιβαρό του λόγο και κυρίως τις επιστημονικές του γνώσεις, που αδιαμφισβήτητα είναι κάτι παραπάνω από πλούσιες. Από σπόντα μπήκε λοιπόν και κατά πάσα πιθανότητα από σπόντα θα βγει, όταν με το καλό τελειώσει αυτό το σενάριο επιστημονικής φαντασίας που ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες.

Ο Σωτήρης Τσιόδρας δεν είναι για το θέατρο της πολιτικής, που θέλει φωνές, πολύ μέλι κι από τηγανίτα τίποτα.

Ο λαός μας αποδεδειγμένα δεν τους μπορεί αυτούς τους τύπους. Τους θεωρεί φλώρους, περιθωριακούς, ή αν θέλετε πιο κομψά, ιδιαίτερους. Τι κι αν έχει φάει το σκατό, τα άγχη μιας ολόκληρης πανδημίας και τη ζαλούρα του να προσπαθεί να πείσει μια ολόκληρη χώρα να κάτσει μερικές μέρες σπίτι για την προστασία όλων μας. Φαντάζομαι πάντως, πως κι ο ίδιος δε θα ήθελε να μπλέξει με τα ενδότερα του πολιτικού γίγνεσθαι. Είναι δύσκολο αν είσαι λογικός και μετρημένος, να μπορείς να τα βγάλεις πέρα με τις χρυσές μετριότητες, όχι μόνο από άποψη πολιτικής αλλά και γενικότερα.

Βέβαια, θα υπάρξουν στιγμές που ο Έλληνας θα συμπαθήσει τον Τσιόδρα και τον κάθε Τσιόδρα στο μέλλον. Όχι γιατί έχουμε ανάγκη για ήρωες, αλλά διότι ο απλός κόσμος ανακαλύπτει πως σε αυτήν την χώρα τελικά, δεν υπάρχει μόνο η ψευτομαγκιά, ο ωχαδερφισμός και η αδιαφορία. Υπάρχουν και άνθρωποι που μιλάνε λακωνικά, με ηρεμία, έχουν άπειρες γνώσεις στο αντικείμενο που υπηρετούν κι όταν κάτσεις να πεις δυο κουβέντες μαζί τους στο τραπέζι θα βγάλεις μία άκρη.

Ταυτόχρονα, ο γνωστός πλέον λοιμωξιολόγος μας έδειξε πως πάνω απ’ όλα είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας.

Με τα καλά του και με τα κακά του. Στις περισσότερες των περιπτώσεων απλός και λιτός, αλλά εκεί που το σηκώνει η περίσταση προσπαθεί να ελαφρύνει την κατάσταση κάνοντας το καλοπροαίρετο χιούμορ του. Ακόμα κι αυτός που νιώθεις ότι μαζί με το ιατρικό προσωπικό έχει πάρει μία ολόκληρη χώρα στις πλάτες του, καθώς ας μην κρυβόμαστε είναι αυτός που χαράζει την στρατηγική που θα μας προστατεύσει, έχει τις δικές του ανθρώπινες στιγμές. Μία τέτοια ήταν τις προάλλες που λύγισε μπροστά στις κάμερες.

Την ώρα που προσπαθούσε να πει ότι κανένας πολίτης δεν είναι αναλώσιμος και πως όλοι πρέπει να προστατευτούμε, κόμπιασε. Όχι για να εντυπωσιάσει. Πρέπει να είσαι πολύ κομπλεξικός ώστε να θεωρείς ότι αυτός ο άνθρωπος που νιώθει τόσο άβολα μπροστά στις κάμερες, έκανε κάτι τέτοιο ηθελημένα. Σκέφτηκε όμως τους γονείς του, που δεν μπορεί να τους δει. Έφερε στο νου του τις συνομιλίες που έχει καθημερινά με τους συγγενείς των συμπολιτών μας που χάνουν την ζωή τους από τον κορονοϊό. Συγκράτησε κάπως τα συναισθήματα του και μάλιστα έκλεισε τον λόγο του λέγοντας με περίσσεια σιγουριά «Δε θα κερδίσει ο θάνατος»!

Σίγουρα, θα υπάρξουν κι εκείνοι που δεν τα πιστεύουν όλα αυτά.

Βοήθησε πολύ σ’ αυτό, ότι τη μέρα της Σταυροπροσκυνήσεως θέλησε να ψάλλει. Όπως έγινε γνωστό, είναι κάτι που κάνει συχνά και μάλιστα απ’ όσο άκουσα, το κάνει και πολύ καλά. Σόρρυ, αλλά δεν μπορώ να τον κρίνω για το συγκεκριμένο ζήτημα. Τρεις φορές μέσα σ’ αυτές τις 15 μέρες και πριν την καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, ένιωσα μια τεράστια εσωτερική ανάγκη να βγω από το σπίτι για να τρέξω. Είναι ο τρόπος που προσωπικά «αδειάζει» το κεφάλι μου. Ο καθένας από εμάς έχει και διαφορετικό, κάνοντάς το παράλληλα απολύτως σεβαστό. Μάλιστα δε, τηρώντας όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας.

Έτσι επιστρέφουμε στο πρόβλημα, που κάνει ανθρώπους σαν τον Τσιόδρα να κοιτάνε με αποστροφή την ενασχόληση τους με τα κοινά. Δεν είναι μόνο ότι πρέπει να αντιμετωπίσει μια πανδημία που φάνηκε πως η ανθρωπότητα στο σύνολο της δεν ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο, έχει κι όλους τους υπόλοιπους να του τα κάνουν μπαλόνια. Όχι μόνο επικρίνοντας ότι έψαλλε, αλλά βρίσκοντας καθημερινά 1001 δικαιολογίες να μην ακούσουν τις παραινέσεις και συμβουλές των ειδικών.

Το πιο καμουφλαρισμένο μπινελίκι στην ζωή μου το άκουσα πριν λίγες ημέρες, όταν είπε με στόμφο «Πόσες φορές πρέπει να το πω;». Ο χαμηλών τόνων Τσιόδρας, σίγουρα θα χρειάζεται 3 λεξοτανίλ για να ηρεμήσει από όλο αυτό το πρήξιμο που θα υποστεί το επόμενο διάστημα και μάλιστα όχι για θέματα της δουλειάς που πρέπει να κάνει. Θα προτιμήσει να ασχοληθεί με πράγματα που τον γεμίζουν και να μην μπει στον κόπο να μπλέξει με τη μιζέρια.

Θα ήθελα πολύ να του πω, πως όταν με το καλό τελειώσουν όλα αυτά, θα ήταν κάτι παραπάνω από τιμή μου να πιούμε μια μπύρα. Σε όποια πλατεία του κάνει κέφι. Κερνάω εγώ!

OUR20s

hashtag

BEST_OF_THE_INTERNET