ΓΝΩΜΟΥΛΑ

Παππού μου, ας είχα ένα ακόμη απόγευμα μαζί σου στην αυλή του σπιτιού!

Γράφει ο Γιάννης Μπελεσιώτης Μου είναι δύσκολο να ξέρω ότι έφυγε ένα τόσο αγαπημένο μου πρόσωπο και να σκέφτομαι συνεχώς πόσα περισσότερα μπορούσα να κάνω και να πω.

Αυτό το κείμενο γράφτηκε μία τελείως μίζερη μέρα του Ιούνη με μπόλικη βροχή να πέφτει και δυνατά μπουμπουνητά να ακούγονται. Πολλές φορές η διάθεσή μου πάει ασορτί με τον καιρό. Είμαι από τη φύση μου μελαγχολικός, οπότε για περίπου 7-8 μήνες το χρόνο είναι η εποχή μου.

Ο Ιούνης που μας πέρασε όμως, ήταν λίγο περίεργος. Δεν ήταν ο κλασικός, ζεστός, σπαστικός μήνας που έχω συνηθίσει. Ήταν αυτός που μ’ έκανε να καταλάβω πώς είναι να χάνεις για πρώτη φορά ένα κοντινό σου πρόσωπο, καθώς πρόσφατα έφυγε ο παππούς μου.

Όταν σου ανακοινώνουν ένα τέτοιο νέο, τα πρώτα δευτερόλεπτα είναι και τα πιο αμήχανα. Παλεύει μέσα σου η πληροφορία του τι άκουσες μόλις, ενώ η ανάμνηση του ανθρώπου που αγαπάς είναι τόσο νωπή στο μυαλό σου, που αμέσως προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως αποκλείεται να είναι αλήθεια. Με τα λεπτά να περνούν όμως, το συνειδητοποιείς ολοένα και περισσότερο. Η εικόνα των οικείων σου άλλωστε δε σου αφήνει περιθώρια κι αν μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσες πως είναι μια κακόγουστη φάρσα, τότε μια ματιά σ’ αυτούς αρκεί για να σε πείσει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. 

Φίλε, έχεις αισθανθεί ποτέ ανήμπορος; Να μην έχεις καμία επιλογή να αλλάξεις τα δεδομένα.

Αυτό ακριβώς νιώθεις εκείνη τη στιγμή. Είναι απόλυτα λογικό βέβαια, οπότε μην έχεις ενοχές. Στη ζωή υπάρχουν εκτός από τα καλά και τα άσχημα συναισθήματα. Οφείλουμε να τα αγκαλιάζουμε, γιατί μέσα απ’ αυτά ωριμάζουμε σαν προσωπικότητες.

Για κάποιον που βρίσκεται στα χρόνια μου, το να χάσει ένα οικογενειακό πρόσωπο είναι αρκετά σοκαριστικό. Μαζί νιώθεις ότι χάνεις και την παιδική σου ηλικία. Είναι έντονες οι κοινές σας αναμνήσεις και δύσκολα διανοείσαι τον εαυτό σου σαν παιδί, χωρίς αυτόν. 

«Γιάννη, τώρα μεγαλώσαμε» είπα από μέσα μου και ξεφύσηξα για να ελαφρύνω λίγο το βάρος που νιώθω στο στήθος μου και τις τελευταίες μέρες δε λέει να φύγει. Ο καθένας έχει τον ρόλο του σ’ αυτές τις περιπτώσεις και προσπάθησα να διατηρήσω το δικό μου. Θέλω να δείχνω δυνατός και ανεπηρέαστος στους γύρω μου, αν και μέσα μου βράζω. Μόλις βρω το δικό μου χώρο που με κάνει να νιώθω άνετα, τότε ίσως αφήσω τον εαυτό μου να ξεσπάσει.

Όσοι έχετε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, ξέρετε ότι το δύσκολο κομμάτι δεν είναι την ώρα του αποχαιρετισμού. Αυτό κουτσά στραβά θα περάσει. Το πιο στενάχωρο είναι όταν αρχίζεις να καταλαβαίνεις, να νιώθεις την απουσία κάποιου στην καθημερινότητά σου. Ειδικά δε, όταν μιλάμε για μία πελώρια προσωπικότητα όπως ο παππούς. Απίστευτος ατακαδόρος, χιουμορίστας κι ετοιμόλογος, κατάφερνε να γεμίζει το δωμάτιο με την παρουσία του.

Το κουπί το τραβάνε αυτοί που μένουν πίσω και πρέπει να συνηθίσουν πλέον σε μία νέα ζωή, άγνωστη στα μάτια τους. Ο εγκέφαλός μας δεν τα γουστάρει τα άγνωστα και τις αλλαγές τις απότομες. Τον φοβίζουν και τα αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι.

Τις τελευταίες μέρες έχει στροφάρει πολύ το μυαλό μου. Πολλές σκέψεις με κρατάνε ξύπνιο τα βράδια κι εξαιτίας τους στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου. Νομίζω πως αν είχα την ευκαιρία θα έκανα πολλά πράγματα διαφορετικά.

Η ζωή είναι μικρή και πρέπει να εκφράζουμε αυτά που νιώθουμε, ώστε να φτάσουμε στο σημείο να μη μετανιώνουμε. Μου είναι δύσκολο να ξέρω ότι έφυγε ένα τόσο αγαπημένο μου πρόσωπο και να συλλογίζομαι συνεχώς ότι μπορούσα να κάνω και να πω περισσότερα. Το γάμησε λίγο και η καραντίνα, αλλά κι αυτή δεν αποτελεί δικαιολογία για όλα…

Ο παππούς μου ήταν πάντα ο παππούς στο χωριό. Δεν τον έβλεπα τόσο συχνά. Ίσως έπρεπε να τα κάνω όλα αλλιώς.

Ήθελα να του γνωρίσω τους φίλους μου και να γνωρίσω τους δικούς του. Έπρεπε να ακούσω με ενδιαφέρον κι άλλες ιστορίες από τα χρόνια της νιότης του και ν’ αφήσω χώρο για να μάθω περισσότερο την προσωπικότητά του. Πήρα πολλά από αυτόν και θα είμαι πολύ ευτυχισμένος αν καταλάβω στο μέλλον πως του έχω μοιάσει σε αρκετά πράγματα. Πριν μερικές μέρες μίλησα με τη γιαγιά μου στη βεράντα του σπιτιού. Μου αποκάλυψε πως ο παππούς έφυγε στην αγκαλιά της σχεδόν. Μακάρι να ήταν για όλους έτσι. Να φεύγαμε γεμάτοι από ζωή, συναισθήματα και τον αγαπημένο μας άνθρωπο στο πλάι μας. 

Δεν υπάρχει λόγος όμως να σκέφτομαι άσχημα πλέον. Ό,τι έγραψε έγραψε και δε γίνεται να αλλάξει. Οι σκέψεις αυτές δε φέρνουν τους ανθρώπους πίσω. Αισθάνομαι ευλογημένος και τυχερός που τους έχω ζήσει όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. Προσπαθώ να κάνω αισιόδοξες αναζητήσεις μέσα στο μυαλό μου. Όπως ότι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι ποτέ δε φεύγουν στην πραγματικότητα. Εμείς συνεχίζουμε να κουβαλάμε τις ιδέες τους, τα όνειρά τους, τις σκέψεις τους και με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να ζουν μέσα από εμάς. Θα επιλέξω να τον κουβαλάω μέσα μου με αυτόν τον τρόπο από εδώ και πέρα.

Αυτό βέβαια, δε με κάνει να μη θέλω ένα ακόμα απόγευμα με τον παππού μου στην αυλή του σπιτιού του.

OUR20s

hashtag

BEST_OF_THE_INTERNET