ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ

Ελληνικός Εμφύλιος, αυτός ο …γνωστός άγνωστος!

Διαβάζοντας πρόσφατα ένα άρθρο για τους εμφυλίους πολέμους που λαμβάνουν χώρα ανά τον πλανήτη, απότοκος των οποίων είναι και η προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών, καθώς και η ένταξη των προσφύγων στο λεξιλόγιο της ευρωπαϊκής Δεξιάς και Ακροδεξιάς, μου δημιουργήθηκε η ιδέα για ένα μίνι-αφιέρωμα στον εμφύλιο που όχι πριν πολλές δεκαετίες είναι η αλήθεια, […]

Neopolis Team

22 Οκτωβρίου, 2018

Διαβάζοντας πρόσφατα ένα άρθρο για τους εμφυλίους πολέμους που λαμβάνουν χώρα ανά τον πλανήτη, απότοκος των οποίων είναι και η προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών, καθώς και η ένταξη των προσφύγων στο λεξιλόγιο της ευρωπαϊκής Δεξιάς και Ακροδεξιάς, μου δημιουργήθηκε η ιδέα για ένα μίνι-αφιέρωμα στον εμφύλιο που όχι πριν πολλές δεκαετίες είναι η αλήθεια, μαινόταν και στη χώρα μας.

Γράφει ο Ιωάννης Μπρίγκος

Όλοι μας έχουμε ακούσει κάτι για αυτόν, όλοι μας ξέρουμε περίπου πότε συνέβη, αλλά πώς φτάσαμε ως εκεί; Πώς κλιμακώθηκε η κατάσταση έτσι ώστε να οδηγηθεί τελικά η χώρα σε μία από τις πιο ντροπιαστικές (καθαρά από την άποψη της αδελφοκτονίας, χωρίς να υπονοείται ουδεμία ασέβεια στους εκατέρωθεν νεκρούς) και αιματοβαμμένες σελίδες της ιστορίας της;

Η μελέτη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου αποτέλεσε –και συνεχίζει να είναι– τμήμα εντατικών ιστορικών ερευνών, βιβλίων και διατριβών καθ’ όλα τα χρόνια μετά το πέρας του. Καθίσταται αναμφίβολα μια εκ των αποκρουστικότερων και πιο βίαιων συγκρούσεων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και ήταν η συνέχεια μιας περιόδου ενόπλων συρράξεων, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη εν γένει.

Σύμφωνα με πληθώρα μελετητών ο ελληνικός εμφύλιος ήταν η πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου, η σκιά του οποίου θα πλανιόταν πάνω από την υδρόγειο για περίπου τέσσερις δεκαετίες. Όχι μόνο σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο αλλά και σε μορφή ένοπλης σύγκρουσης, θεωρείται η πρώτη –οργανωμένη- φιλονικία μεταξύ κομμουνιστών και αντικομμουνιστών σε εθνικό επίπεδο, η οποία επεκτάθηκε διεθνώς, κυρίως έμμεσα αλλά και με πολλές φορές ωμές παρεμβάσεις σε τρίτες χώρες, των δύο υπερδυνάμεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.

Η Κατοχή και οι Πρώτες Εμφύλιες Συγκρούσεις

Την άνοιξη του 1941 η Ελλάδα βρισκόταν υπό την πλήρη κατοχή των Δυνάμεων του Άξονα και είχε χωριστεί σε τρεις γεωγραφικές ζώνες. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την κεντρική Ελλάδα, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, και τις Κυκλάδες, οι Γερμανοί τα σημεία καίριου ενδιαφέροντος συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής Μακεδονίας και της πρωτεύουσάς της –τη Θεσσαλονίκη- αλλά και την Κρήτη, ενώ τέλος οι Βούλγαροι κατείχαν την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, η οποία τους εξασφάλιζε την πολυπόθητη θαλάσσια δίοδο προς το Αιγαίο.

Ο βασιλιάς Γεώργιος ΄Β συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό, το υπουργικό συμβούλιο και το μεγαλύτερο μέρος των Βρετανικών και Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων είχαν διαφύγει στην Αίγυπτο. Η κυβέρνηση εξορίας εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, ενώ ο βασιλιάς λίγο αργότερα κατέφυγε στο Λονδίνο. Στην Ελλάδα μια σειρά από κυβερνήσεις-μαριονέτες λειτουργούσαν υποτυπωδώς υπό τις διαταγές των δυνάμεων του Άξονα. Η νόμιμη κυβέρνηση που αναγνωριζόταν από τους Συμμάχους ωστόσο, ήταν η εξορισμένη κυβέρνηση του Καΐρου.

Η κατοχή δημιούργησε μια ιδιαίτερη κατάσταση, η οποία εν τέλει οδήγησε τη χώρα στο χάος και σε μαζικές καταστροφές, στην ολότητα του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού φάσματος. Μεταξύ των μεγαλυτέρων πληγών ήταν ο εξοντωτικός λιμός που ξέσπασε στα χρόνια της κατοχής˙ ειδικότερα μεταξύ του χειμώνα του 1941 και του 1942 η κατάσταση ήταν απελπιστική στις μεγαλουπόλεις της χώρας. Το φαγητό και τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης ήταν δυσεύρετα, γεγονός που οδήγησε σε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό θανάτων λόγω των κακουχιών, της έλλειψης τροφής, αλλά και της έκθεσης στο δριμύ κρύο. Το μέγεθος της καταπίεσης, της βίας και του θανάτου ήταν πρωτόγνωρο για τον ελληνικό λαό, που παρακολουθήσαν σχεδόν ανήμποροι τους εαυτούς τους και τη χώρα τους να καταρρέουν.

Το πολιτικό κενό που είχε δημιουργηθεί, άφησε ορθάνοιχτο το πεδίο στο ΚΚΕ, το οποίο κατόρθωσε να κερδίσει ένα τεράστιο μέρος της λαϊκής στήριξης για τη δημιουργία της εθνικής αντίστασης, λόγω επίσης της δυσαρέσκειας του λαού έναντι στους κατακτητές αλλά και στις κυβερνήσεις-φάρσες που είχαν καθιερωθεί από εκείνους.

Εντός σύντομου χρονικού διαστήματος ξεκίνησε η αντίσταση στην Ελλάδα της κατοχής. Το ΚΚΕ πρώτο κατάφερε επιτυχώς να δημιουργήσει και να οργανώσει την αντίσταση. Η Έκτη Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος ενέκρινε μια εθνική πολιτική αντίστασης και κάλεσε τους Έλληνες, τα κόμματα και τις λοιπές οργανώσεις να σχηματίσουν ένα κοινό απελευθερωτικό μέτωπο έναντι κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης. Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ιδρύθηκε από το ΚΚΕ την 27η Σεπτέμβρη του 1941.

Στους επιδιωκόμενους στόχους του ΕΑΜ συμπεριλαμβάνονταν η απελευθέρωση του έθνους από τις ξένες δυνάμεις, ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης από το ΕΑΜ μετά την απελευθέρωση, καθώς και η διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος του ελληνικού λαού να αποφασίσει για το σχηματισμό της μελλοντικής του κυβέρνησης.  Η αντίσταση κατά των Γερμανών ωστόσο, τέθηκε από το ΕΑΜ ως η κύρια προτεραιότητα που έπρεπε να εκπληρωθεί. Η έκκληση αυτή του ΕΑΜ ενισχύθηκε από τη δημιουργία του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) τον Μάρτιο του 1942, που αποτέλεσε το στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ.

Είχαν δημιουργηθεί όμως κι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Ωστόσο καμία δεν κατάφερε να κινητοποιήσει τόσο μεγάλα τμήματα του αστικού αλλά και του αγροτικού-επαρχιακού πληθυσμού, τόσο επιτυχώς όσο το ΕΑΜ. Ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας δημιούργησε τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ) το Σεπτέμβριο του 1941. Αν και ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν τυπικά ο αρχηγός του ΕΔΕΣ, ο “ακροδεξιίζων” Ζέρβας ήταν ο πραγματικός ηγέτης. Ο ΕΔΕΣ υστερούσε μόνο του ΕΑΜ σε αριθμούς, ήταν ωστόσο πολύ λιγότερο δημοφιλής.  Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός είχε ιδρύσει επίσης την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ), η οποία ήταν η τρίτη αν και πολύ πιο αδύναμη αντιστασιακή οργάνωση. 

Μέχρι ενός σημείου μπορεί κάποιος να πει, πως οι αντιστασιακές οργανώσεις  αντιπροσώπευαν κάθε μεγάλο κόμμα της εποχής. Παρόλο τον αριθμό των αντιστασιακών οργανώσεων όμως, το ΕΑΜ ήταν μακράν το δημοφιλέστερο, πιο πολυάριθμο αλλά και πιο ισχυρό. Αν και οι ακριβείς αριθμοί δεν είναι εύκολο να συναχθούν, έχει υποστηριχτεί πως το ΕΑΜ αριθμούσε περί το 1.5 εκατομμύρια μέλη, το οποίο σήμαινε περίπου το 30% του πληθυσμού της εποχής.

Όταν οι Γερμανοί αποχώρησαν από τη χώρα και η απελευθέρωση βρισκόταν σε πλήρη ισχύ τον Οκτώβριο του 1944, το ΕΑΜ (μαζί με τον ΕΛΑΣ φυσικά), αν και υπερτερούσε κατά πολύ σε αριθμούς και ήταν η δημοφιλέστερη οργάνωση, δεν προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία δια της βίας. Οι Σοβιετικοί και το ΚΚΣΕ δεν επιδοκίμαζαν ταυτόχρονα τη χρήση βίας, αλλά επέμεναν για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στην μεταπολεμική κατάσταση της Ελλάδας, αποτρέποντας τους Έλληνες κομμουνιστές από το να προκηρύξουν μιαν ένοπλη εξέγερση, προτρέποντάς τους να αναζητήσουν την νίκη δια της εκλογικής οδού.

Άλλωστε είναι γεγονός, πως παρά τις διαφωνίες, οι κομμουνιστές υπό συγκεκριμένες συνθήκες αποδέχονταν την επιστροφή της κυβέρνησης εξορίας –ακόμα και υπό την Βρετανική επιρροή-, όπου μάλιστα κατέλαβαν και υπουργεία στην νεοσύστατη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Πριν να συνεχίσουμε όμως, πρέπει να τονιστεί ότι ακόμα και πριν την απόσυρση των Γερμανών, η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων είχε δημιουργήσει μια ασταθή κι ακροσφαλή κατάσταση. Με την τελική παράδοση της Ιταλίας, οι Βούλγαροι ήταν εξαιρετικά αδύναμοι για να φανούν πραγματικά χρήσιμοι στους Γερμανούς, οι οποίοι υποστήριζαν τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία αποτελούνταν από Έλληνες –κυρίως αντικομμουνιστές-, δωσιλόγους, στόχος των οποίων ήταν κυρίως η εξασφάλιση των εύφορων γαιών αλλά και φυσικά η κατάπνιξη οιωνδήποτε τοπικών επαναστάσεων ανά την ελληνική επικράτεια.

Ο βασικός διχασμός της Ελλάδας ωστόσο δημιουργήθηκε κυρίως λόγω της προσπάθειας μονοπώλησης της αντίστασης, μεταξύ κυριότερα του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε δημιουργήσει στην επαρχία τη δική του βάση, αν και ο μεγαλύτερος όγκος των δυνάμεων του είχε σχηματιστεί στις μεγάλες πόλεις, ένα τύπου –κράτος εν κράτει- με τις δικές του διοικητικές και δικαστικές αρχές, το οποίο ήταν ευπρόσδεκτο αλλά και αναγνωρισμένο από τους τοπικούς πληθυσμούς. Από την άλλη ο ΕΔΕΣ δεν γνώριζε την ίδια αποδοχή όπως το ΕΑΜ, υποστηριζόταν ωστόσο από τους Βρετανούς, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά. Ήδη από το φθινόπωρο του 1943 ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ ήταν γεγονός, ενώ ταυτόχρονα μαίνονταν και οι συμπλοκές μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Τα Δεκεμβριανά του ’44 και η συμφωνία της Βάρκιζας.

Τον Οκτώβριο του 1944 δεν υπήρξε κάποια σοβαρή διαμάχη μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Ολιγάριθμα βρετανικά τάγματα προστάτευαν τα κύρια λιμάνια όπως ο Πειραιάς, Θες/νικη, Πάτρα, Πρέβεζα, Βόλος και Καβάλα. Το υπόλοιπο της ενδοχώρας βρισκόταν υπό ον έλεγχο των ανταρτών. Ο Ζέρβας ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου, ενώ ο ΕΛΑΣ τις Μακεδονία, Θεσσαλία, Ρούμελη και Πελ/νησο. Τα νησιά ήταν υπό την επιρροή τόσο του ΕΛΑΣ όσο και των ελληνικών αρχών, εκτός της Κρήτης, η οποία παρέμεινε υπό Γερμανική Κατοχή μέχρι και την ολοκληρωτική παράδοση τον Μάιο του 1945. Συνεπώς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήλεγχε περίπου τα ¾ της απελευθερωμένης Ελλάδας.

Η ειρήνη ωστόσο δεν κράτησε πολύ. Ξέσπασαν διαφωνίες μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Παπανδρέου που αφορούσαν θέματα στρατιωτικού ενδιαφέροντος. Οι Ένοπλες Δυνάμεις στην Μέση Ανατολή, ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ έπρεπε να διαλυθούν, ούτως ώστε να σχηματιστεί εκ νέου ένας εθνικός στρατός. Σύντομα όμως έγινε κατανοητό ότι ο Παπανδρέου δε σκόπευε να διαλύσει την πιο πιστή στο Βασιλιά -Τρίτη  Ορεινή Ταξιαρχία. Ο ΕΛΑΣ θεώρησε τη διατήρηση της Τρίτης Ταξιαρχίας σαν μια παράβαση της συμφωνίας. Τον Νοέμβριο, ο Παπανδρέου διακήρυξε πως σκόπευε να διαλύσει το ΕΑΜ πριν την Τρίτη, η οποία θα κατέφτανε στην Αθήνα από την Ιταλία τον ίδιο μήνα. Το ΚΚΕ ήταν πεπεισμένο για τα αντικομμουνιστικά αισθήματα του Παπανδρέου και κάλεσε σε μαζικά λαϊκά συλλαλητήρια κατά της κυβέρνησης.

Η διαδήλωσε έλαβε χώρα την 3η του Δεκέμβρη στην πλατεία Συντάγματος, όπου ξαφνικά δίχως προηγούμενη ειδοποίηση η αστυνομία ξεκίνησε να πυροβολεί ενάντια στο πλήθος, σκοτώνοντας έναν μεγάλο αριθμό διαδηλωτών. Σύντομα η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο και ξεκίνησε μια πλήρους κλίμακας αστική εμφύλια σύρραξη, η οποία διήρκεσε μερικές εβδομάδες. Ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του ΕΑΜ βρισκόταν όχι στην Αθήνα, αλλά στην επαρχία.

Κατά συνέπεια οι κομμουνιστές δεν επιθυμούσαν μια μακροσκελή σύρραξη, αλλά στόχευαν σε μια μορφή “Blitzkrieg” (πολέμου-αστραπή). Οι στρατιωτικές ικανότητες των ανταρτών δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν εκείνες των ενωμένων Βρετανικών κι Ελληνικών Κυβερνητικών και Αστυνομικών Δυνάμεων.

Οι επιχειρήσεις των ανταρτών επικεντρώνονταν κυρίως σε αστυνομικούς σταθμούς και μέρη όπου συγκεντρώνονταν δωσίλογοι και ακροδεξιά στοιχεία. Οι κομμουνιστές προσπαθούσαν να επιτύχουν έναν πόλεμο φθοράς, λόγω των περιορισμένων αριθμών σε ανθρώπινο δυναμικό. Από την άλλη ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα των Βρετανικών-κυβερνητικών δυνάμεων ήταν η χρήση της πολεμικής αεροπορίας. Αυτό έδωσε το πάνω χέρι στις κυβερνητικές δυνάμεις, καθώς παρείχε ολοκληρωτική δυνατότητα παρακολούθησης των πεδίων μαχών, καθιστώντας έτσι δύσκολη την άφιξη εφεδρικών μονάδων του ΕΛΑΣ˙ ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζε εύκολη επισκόπηση των κινήσεων της αντίπαλης πλευράς.

Αναμφίβολα η Βρετανική βοήθεια ήταν τεράστιας σημασίας για την τελική έκβαση των Δεκεμβριανών, αλλά δεν πρέπει επίσης να παραγνωριστεί ο ευρύς συνασπισμός αντικομμουνιστικών οργανώσεων και ατόμων, μεταξύ των οποίων και πρώην φυλακισμένα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας (που είχαν καταδικαστεί για πράξεις συνεργασίας με τους Γερμανούς).

Τα ματωμένα γεγονότα του Δεκεμβρίου έληξαν με την ανακωχή της 14ης Ιανουαρίου, όταν αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποδέχθηκε τους βρετανικούς όρους, σύμφωνα με τους οποίους το ΕΑΜ όφειλε να εκκενώσει μεγάλα τμήματα της Ελλάδας, τα οποία ήλεγχε κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το πέρας της ξένης τριπλής κατοχής. Το πραγματικό τέλος των Δεκεμβριανών σήμανε η υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας μεταξύ της νεοσύστατης κυβέρνησης Πλαστήρα και της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ. Υπό αυτούς τους όρους συμφώνησε το ΕΑΜ στον πλήρη αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, το οποίο βέβαια κάθε άλλο παρά συνέβη, καθώς διατήρησε κρυφά οπλοστάσια σε όλη την Ελλάδα. Σε αντάλλαγμα είχε υποσχεθεί πλήρη πολιτική αμνηστία και το ΚΚΕ αναγνωρίστηκε σαν νόμιμο πολιτικό κόμμα. Ένα δημοψήφισμα θα διενεργούταν για να αποφασιστούν θέματα συνταγματικής φύσεως και εκλογές θα λάμβαναν χώρα σε ένα χρόνο, ενώ θα έπαυε και η ύπαρξη του ΕΛΑΣ.

Μετά τη Βάρκιζα: Λευκή Τρομοκρατία και το Προοίμιο του Εμφυλίου

Από τη Συμφωνία της Βάρκιζας κι έπειτα η Ελληνική Κυβέρνηση κατευθυνόταν σταθερά προς τη Δεξιά. Το Φεβρουάριο του 1945, το δεξιό Λαϊκό Κόμμα, του οποίου ηγούταν ο επιφανής συντηρητικός πολιτικός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, το οποίο είχε διαλυθεί πλήρως κατά τη Δικτατορία Μεταξά, καθιερώθηκε εκ νέου στην Αθήνα. Οι Λαϊκοί παρουσιάζονταν στο βασιλιά και στους εαυτούς τους σαν το ανάχωμα έναντι του κομμουνισμού. Τα κυβερνητικά μέτρα έναντι των κομμουνιστών είχαν ξεκινήσει να αυξάνονται. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν συλλήψεις υπόπτων κομμουνιστών, ενδυνάμωση δεξιών και ακροδεξιών οργανώσεων όπως η “Οργάνωση Χ” του Γεώργιου Γρίβα με στόχο τον έλεγχο του στρατού και της χωροφυλακής και την διάσπαση του αριστερού Τύπου.

Ήταν η εποχή γέννησης ενός νέου φαινομένου, αυτό της “Λευκής Τρομοκρατίας”, δια μέσου του πρίσματος της εθνικοφροσύνης. Μια νέα περίοδος αντικομμουνισμού αναδύθηκε στην Ελλάδα, όπου οι διωγμοί κομμουνιστών ή συμπαθούντων της Αριστεράς αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Θα έπρεπε να τονιστεί η συμβολή των παραστρατιωτικών οργανώσεων,  μέλη των οποίων απεχθάνονταν το ΕΑΜ (ή είχαν διωχθεί από το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής), συνδύασαν τις δυνάμεις τους με την Εθνοφυλακή, το στρατό και άλλες πολιτικές δυνάμεις, σχηματίζοντας αυτό που μετέπειτα θα χαρακτηριζόταν ως παρακράτος, που σήμαινε έναν ευρύ συνασπισμό αντικομμουνιστικών θεσμών, το οποίο δημιούργησε ένα δίκτυο δράσης, επικοινωνίας και διώξεων, πίσω από τη βιτρίνα του νόμιμου δημοκρατικού καθεστώτος. Για να μπορέσει να ξεδιπλωθεί πλήρως αυτού του είδους η τρομοκρατία είχε και την ενεργή υποστήριξη των Βρετανών. 

Το έτος 1945 αποδείχθηκε σημαντικό για το ΚΚΕ, καθώς ο χαρισματικός του ηγέτης Νίκος Ζαχαριάδης επέστρεψε από το Νταχάου έπειτα από μακροχρόνιο εγκλεισμό. Η κατάσταση όμως που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Ζαχαριάδης ήταν τελείως διαφορετική σε σύγκριση με εκείνη που είχε αφήσει. Παρόλο το φάσμα βίας που αντιμετώπιζαν οι κομμουνιστές, ο Ζαχαριάδης επέμεινε και διακήρυττε ότι το ΚΚΕ επιζητούσε μια ειρηνική εξεύρεση λύσης και απέρριπτε –με κάθε τρόπο- τη χρήση βίας για την κατάληψη της εξουσίας.

Ο βασικός στόχος του ΚΚΕ ήταν η ανατροπή του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού και η συνεπακόλουθη κατάληψη της εξουσίας μέσω της εκλογικής οδού. Αυτό σήμαινε την οργάνωση ειρηνικών συλλαλητηρίων και την ανανέωση των βασικών γραμμών και δομών του ΚΚΕ, το οποίο προσπαθούσε να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.

Μία ανατροπή ενός τέτοιου μεγέθους θα επέτρεπε στην πλευρά των κομμουνιστών να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις από μια αναβαθμισμένη θέση αλλά και να ανανεώσει την αποδοχή του λαού της οποίας έχαιρε κατά τη διάρκεια της κατοχής.

Αρκετά αξιοσημείωτο σε αυτό το σημείο είναι η λανθασμένη κατηγορία προς το ΚΚΕ ότι προσπαθούσε να προκαλέσει μια εμφύλια σύρραξη. Η βασική γραμμή του κόμματος θα συνέχιζε να ήταν εκείνη της μη-βίας. Το επιχείρημα της αυτοάμυνας έναντι της Λευκής Τρομοκρατίας θα αποτελούσε την μόνη αποδεκτή χρήση βίας για του κομμουνιστές όπως είχε διακηρυχθεί στη 2η Ολομέλεια του Κόμματος το Φεβρουάριο του 1946. Λίγο αργότερα βέβαια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Γ.Γ. Νίκος Ζαχαριάδης θα αποτελούσε τον αποδιοπομπαίο τράγο ως ο μόνος υπεύθυνος για την υποχώρηση και την ήττα στον εμφύλιο πόλεμο.

Μόνο έναν χρόνο μετά, όταν η ειρηνική και δημοκρατική διαδικασία θα αποτελούσε παρελθόν, αποφάσισε η 3η Ολομέλεια του Κόμματος, το Σεπτέμβρη του 1947, ότι δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές λύσεις, αλλά μια ανοιχτή πολεμική σύρραξη ήταν προ των πυλών.

Τελικά την 31η Μάρτη του 1946 γενικές εκλογές έλαβαν χώρα, οι πρώτες από το τέλος του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου. Το γενικό κλίμα ωστόσο, έβριθε έντασης και διχασμού. Αν και οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία είχαν αποστείλει μια αντιπροσωπeία με σκοπό να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση αλλά και να διασφαλίσει το ακέραιο της εκλογικής διαδικασίας, δεν υπάρχει αμφιβολίας πως αυτές οι εκλογές διενεργήθηκαν υπό το κλίμα εξαναγκασμού και τρομοκρατίας.

Το αποτέλεσμα ήταν σύμφωνο με την πλειοψηφία των μη-κομμουνιστικών πολιτικών δυνάμεων, εξ ου και η ολοκληρωτική νίκη των Δεξιών-Φιλοβασιλικών. Η απόφαση του ΚΚΕ να απέχει από αυτές τις εκλογές ως αντίδραση στις πρακτικές φόβου, αντικομμουνιστικής προπαγάνδας και μαζικών διωγμών, αποτέλεσε ένα ακόμα βέλος στη φαρέτρα των φιλοβασιλικών-νικητών.

Αυτές οι εκλογές ήταν ένα ξεκάθαρο δείγμα της κατάστασης που ακολούθησε την κατοχή˙ τα βήματα λοιπόν προς την εμφύλια σύγκρουση διαφαίνονταν καθαρότερα παρά ποτέ.

Μία τελευταία πολιτική πράξη είχε απομείνει ούτως ώστε να καθιερωθεί πλήρως η νέα πολιτική πραγματικότητα˙ το δημοψήφισμα για την ανόρθωση της μοναρχίας. Αυτό συνέβη την 1η Σεπτέμβρη του 1946 και τα αποτελέσματα ήταν σαφή και οριστικά, όπως άλλωστε αναμενόταν από το νέο πολιτικό καθεστώς να είναι. Η αποδοχή της μοναρχίας έφτασε ένα ποσοστό της τάξεως του 68% και ο βασιλιάς Γεώργιος ο ΄Β επέστρεψε στο τέλος του ίδιου μήνα. Η δεξιά-φιλοβασιλική σταθερότητα, την οποία οι Βρετανοί τόσο επιθυμούσαν μετά το πέρας της απελευθέρωσης, είχε πια επανέλθει. Ο δρόμος για τον εμφύλιο ήταν πλέον διάπλατα ανοιχτός.

Εμφύλιες Διαμάχες: Ο Πόλεμος 1946-1949

Η πρώτη επίσημη ένοπλη σύγκρουση θεωρήθηκε η ξαφνική επίθεση 33 κομμουνιστών ανταρτών τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαρτίου του 1947 (ημέρα των εκλογών) εναντίον ενός σταθμού χωροφυλακής στο Λιτόχωρο Πιερίας. Το αποτέλεσμα της επιδρομής αυτής ήταν ο θάνατος 12 αξιωματικών της χωροφυλακής αλλά και της Εθνοφρουράς. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα οι ένοπλες συγκρούσεις θεωρούνταν καθημερινά περιστατικά.

Η κυβέρνηση είχε ήδη ξεκινήσει την μαζική αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, ενώ η εφαρμογή του ΄Γ Ψηφίσματος αποστερούσε τη δυνατότητα ανάμειξης με τα κοινά και τις ένοπλες δυνάμεις, τους κομμουνιστές και τους συμπαθούντες της Αριστεράς. Αυτή η νομοθεσία ήταν παρεμφερής με τον περιβόητο “νόμο 509”, που είχε θεσπιστεί το 1929, υπό κυβερνήσεως του Ελευθέριου Βενιζέλου, στοχεύοντας στην ποινικοποίηση “ανατρεπτικών ιδεών”, όπου στην πράξη μετουσιώθηκαν σε μαζικούς διωγμούς των κομμουνιστών αλλά και εν γένει των αριστερών.

Τον Οκτώβριο του 1946 ο Μάρκος Βαφειάδης, εξέχων μέλος του ΚΚΕ και επιφανής στρατιωτικός κατά τη διάρκεια της αντίστασης ανακοίνωσε τη δημιουργία του ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) υπό τις διαταγές του. Το κεντρικό στρατηγείο του ΔΣΕ και της Προσωρινής Κυβέρνησης του ΚΚΕ που θα καθιερωνόταν λίγο αργότερα, είχε μεταφερθεί στα βουνά της Πίνδου και στην οροσειρά της Μουργκάνας  στην Ήπειρο, εκεί όπου τα ελληνικά σύνορα συναντούσαν τα αλβανικά. Για να καταφέρει να επιβιώσει  ο ΔΣΕ στα βουνά της Ηπείρου, λάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας, τόσο οικονομικής όσο και σε θέματα εξοπλισμού -στρατιωτικής δηλαδή- από γειτονικά σοσιαλιστικά κράτη, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία. Τα μέλη του ΔΣΕ προέρχονταν πρώτιστα από το ΚΚΕ, αλλά συμπεριλαμβανόταν και ένας ικανός αριθμός Σλαβομακεδόνων, οι οποίοι ονειρεύονταν μια ένωση μεταξύ των ελληνικών περιοχών που διέμεναν, με το ευρύτερο τμήμα Σλαβικής Μακεδονικής επικράτειας (που εκείνη την εποχή μεταφραζόταν στο κράτος της Γιουγκοσλαβίας).

Ήδη από το τέλος του 1946 οι Βρετανοί είχαν διακηρύξει την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από την Ελλάδα, διακόπτοντας έτσι και τη στήριξή τους, καθώς δεν ήταν πλέον σε θέση να συνεχίσουν αυτού του είδους τη βοήθεια. Συνεπώς η ελληνική κυβέρνηση στράφηκε για βοήθεια στις ΗΠΑ. Όταν οι Βρετανοί ξαφνικά ανακοίνωσαν στους Αμερικανούς την απόφασή τους να αναχωρήσουν από την Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1947, οι δεύτεροι διακήρυξαν επίσημα τη στήριξή τους με το επονομαζόμενο «Δόγμα Τρούμαν», το οποίο ανακοινώθηκε στις 12 Μαρτίου του ίδιου έτους. Το γεγονός αυτό σήμανε την επίσημη έναρξη της Αμερικανικής επιρροής στα ελληνικά ζητήματα και ειδικά στον εμφύλιο πόλεμο.

Οι απαιτήσεις των Αμερικανών και των Βρετανών, πριν εκείνοι ακόμα αναχωρήσουν, ήταν μια ευρεία κυβέρνηση συνασπισμού, υπό την καθοδήγηση κεντρώου πρωθυπουργού. Αν και ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης δε συμφωνούσε με αυτούς τους όρους, πρότεινε να διεξαχθούν εκ νέου εκλογές. Μια τέτοια πρόταση απορρίφθηκε τόσο από τους Αμερικανούς όσο και από τους Βρετανούς, ισχυριζόμενοι ότι δεν συνέτρεχε λόγος διατάραξης της σχετικής σταθερότητας στην οποία η χώρα είχε περιέλθει. Ο Τσαλδάρης προσπάθησε να συμβιβαστεί κι αναζήτησε την επίλυση του θέματος μεταξύ του δικού του Λαϊκού Κόμματος κι εκείνο των Φιλελευθέρων του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο Σοφούλης από την μεριά του ζήτησε την πρωθυπουργία, μια απαίτηση όμως την οποία ο Τσαλδάρης δεν ήταν διατεθειμένος να ικανοποιήσει. Καθώς οι συζητήσεις συνεχίζονταν ο Τσαλδάρης παρουσιαζόταν όλο και περισσότερο αδιάλλακτος όσον αφορά τη συνεργασία με τους κεντρώους πολιτικούς. Οι διαφωνίες και το αδιέξοδο των συζητήσεων μεταξύ των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών οδήγησε την 23η του Γενάρη στην κατάρρευση της κυβέρνησης Τσαλδάρη, την οποία διαδέχθηκε ένας ευρύς κυβερνητικός συνασπισμός υπό τον Δημήτριο Μάξιμο.

Το αντίπαλον δέος του ΔΣΕ ήταν ο Εθνικός Στρατός. Ο στρατός όμως είχε ενισχυθεί από την παρουσία των δυνάμεων της αστυνομίας, της χωροφυλακής, των Εθνικών Ταγμάτων Ασφαλείας καθώς και από μια πληθώρα παραστρατιωτικών οργανώσεων, που δρούσαν με ημι-νόμιμο ή και ολοκληρωτικά παράνομο τρόπο. Επιπλέον ο Εθνικός Στρατός λάμβανε τη βοήθεια, όταν αυτό ήταν απαραίτητο από το Ναυτικό˙ ενώ φυσικά υψίστης σημασίας ήταν η παροχή βοήθειας από τη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία, η οποία διατέλεσε σημαίνοντα ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων.

Τα έτη 1947-48 η ένταση κλιμακώθηκε ραγδαία κι έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη, καθώς αυτά τα χρόνια σημαδεύτηκαν από πολιτικές δολοφονίες και από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές. Από την μία, δολοφονίες σαν του Γιάννη Ζέβγου (εξέχοντος μέλους του ΚΚΕ), ή του Ευριπίδη Μπακιρτζή (πέθανε στην εξορία, η Αριστερά όμως χαρακτήρισε ύποπτες τις συνθήκες θανάτου του, καθώς είχε ειπωθεί πως αυτοκτόνησε). Από την άλλη η δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά, στο κέντρο της Αθήνας από την ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών).

Μεταξύ των ετών 1947-49 πληθώρα στρατιωτικών επιχειρήσεων έγιναν και από της δύο πλευρές. Ωστόσο η μείζων στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που έλαβε η κυβέρνηση από τις ΗΠΑ, καθώς και υποχώρηση της γιουγκοσλαβικής βοήθειας προς τους κομμουνιστές (η οποία θεωρήθηκε άμεσο παράγωγο της ρήξης μεταξύ Τίτο και Στάλιν), έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του Εθνικού Στρατού.

Η τελική και καθοριστική μάχη έλαβε χώρα στα βουνά του Γράμμου και στο Βίτσι από τη 10η έως και την 30η Αυγούστου του 1949, όταν έπαψαν οι ένοπλες συγκρούσεις μετά την ήττα του ΔΣΕ και την υποχώρησή του προς την Αλβανία. Ενάμιση μήνα μετά η Προσωρινή Κυβέρνηση των βουνών (από την πλευρά του ΚΚΕ) ανακοίνωσε επίσημα το τέλος των εχθροπραξιών.

Οι συνέπειες του εμφυλίου ήταν τεράστιες και δυσβάσταχτες. Δεν ήταν μόνο τεράστιος ο αριθμός των θανόντων που έχει υπολογιστεί περίπου σε 150.000 και από τις δύο πλευρές, όταν τέτοιου είδους πόλεμοι χαρακτηρίζονται σαν αδελφοκτόνοι, εξίσου τεράστιο και εμφανές ήταν το χάος, η καταστροφή και η πανωλεθρία που είχε επέλθει στη χώρα. Σπίτια, βιομηχανίες, νοσοκομεία, δρόμοι και πολλά ακόμη κείτονταν ερείπια. Επίσης πρέπει να τονιστεί ο τεράστιος αριθμός πολιτικών προσφύγων, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα και την Ήπειρο, που εξαναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους, κατευθυνόμενοι στις ευρωπαϊκές κομμουνιστικές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης. Εκείνοι οι άνθρωποι ήταν στρατιώτες του ΔΣΕ, ή ακόμα στρατευμένοι με τη βία από το ΔΣΕ άνδρες και γυναίκες, κάτοικοι των περιοχών υπό τον πυρήνα και την προστασία του ΔΣΕ ή ακόμα και παιδιά του παιδομαζώματος.

Ο ακριβής αριθμός αυτών των προσφύγων δεν είναι ακριβής, αλλά έχει υπολογιστεί ότι γύρω στις 75.000-100.000 άτομα διέφυγαν και μετεγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ.

Το τέλος του Εμφυλίου σήμανε και το τέλος μιας δεκαετίας ασύγκριτης με κάθε άλλη στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Μετά το τέλος ξεκίνησε μια εποχή ασταθούς δημοκρατίας, στην οποία η πολιτική αστάθεια ήταν πανταχού παρούσα και θα οδηγούσε τελικά σε μια παρόμοια κατάσταση πρότερα της κατοχής, μια δικτατορία, όπου τελικά η δημοκρατία και η σταθερότητα θα επανεγκαθίσταντο το 1974 μετά από μια μακρά και αιματοβαμμένη περίοδο.

ΤΑ ΝΕΑ ΣΟΥ

ΕΛΛΑΔΑ

Η Ελλάδα στο top10 των χωρών που «τραβούν» τους τουρίστες να τις ξαναεπισκεφτούν!

ΕΛΛΑΔΑ

Πύργος Πειραιά: Πλησιάζει το opening ενός από τα μεγαλύτερα ZARA παγκοσμίως!

ΕΛΛΑΔΑ

Η Αθήνα αναδείχθηκε η πόλη που μυρίζει πιο ωραία στον κόσμο, κάτι… βρωμάει εδώ!

SPILL THE TEA

Ο Henry Cavill περιμένει το πρώτο του παιδί με τη Natalie Viscuso και κάτι ράγισε μέσα μας!

SPILL THE TEA

Όλα τα beefs που έχουν απασχολήσει το ίντερνετ τελευταία αν έχεις χάσει επεισόδια!

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ

Πανελλήνιες 2024: Τμήματα με χαμηλή βάση αλλά υψηλές προοπτικές, για να έχεις υπόψιν σου!

hashtag

BEST_OF_THE_INTERNET